- ιππέμπορος
- ο торговец лошадьми
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιππέμπορος — ο έμπορος ίππων, τσαμπάσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + ἔμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ιππεμπορία — η [ιππέμπορος] το εμπόριο τών ίππων … Dictionary of Greek